- απριγδοπληκτος
- ἀπριγδόπληκτοςἀπριγδό-πληκτος2беспрестанно поражаемый Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απριγδόπληκτος — ἀπριγδόπληκτος, ον (Α) [άπριγδα] αυτός που τον κτυπούν αδιάκοπα … Dictionary of Greek